- εναλύω
- ἐναλύω (Α)1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι2. γλεντοκοπώ, οργιάζω3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» — καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.